συγκολλῶνται

συγκολλῶνται
συγκολλάω
glue
pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic)
συγκολλάω
glue
pres ind mp 3rd pl
συγκολλάω
glue
pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic)
συγκολλάω
glue
pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic)
συγκολλάω
glue
pres ind mp 3rd pl
συγκολλάω
glue
pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπόλιασμα — (Βοτ.). Πρακτική φυτοτεχνική μέθοδος, με την οποία γίνεται η μεταμόσχευση ενός ματιού ή τμήματος μικρού κλαδιού από ένα φυτό, του οποίου επιδιώκεται να διατηρηθούν τα χαρακτηριστικά, σ’ ένα άλλο, ιδιαίτερα εύρωστο, που ονομάζεται υποκείμενο. Το μ …   Dictionary of Greek

  • πλεξιγκλάς — Εμπορική ονομασία του προϊόντος πολυμερισμού του μεθυλακρυλικού μεθυλενίου (μεθυλικός εστέρας του β μεθυλακρυλικού οξέος). Οι πρώτες ύλες για την παραγωγή του π. είναι η ακετόνη και το κυανυδρικό οξύ, που αντιδρούν μεταξύ τους και παράγουν την… …   Dictionary of Greek

  • σιδηροτροχιά — η, Ν συν. στον πληθ. οι σιδηροτροχιές χαλύβδινες δοκοί ορισμένης διατομής που τοποθετούνται και συναρμολογούνται ή συγκολλώνται η μία μετά την άλλη σε δύο παράλληλες γραμμές και αποτελούν την οδό πάνω στην οποία κινούνται οι ειδικά διαμορφωμένοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”